- αἰγανέη
- αἰγανέηhunting-spearfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιγανέη — αἰγανέη, η (Α) λόγχη κυνηγετική, ακόντιο (τής ομηρικής εποχης)· [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. παράγωγο ενός τ. *αἴγ ανον, δηλωτικού κάποιου «ριπτομένου οργάνου, ακοντίου» (πρβλ. δρέπ ανον, φάσγ ανον κ.τ.ό.), από την ΙΕ ρίζα *aiĝ («κινούμαι… … Dictionary of Greek
αἰγανέῃ — αἰγανέη hunting spear fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγανέαι — αἰγανέη hunting spear fem nom/voc pl αἰγανέᾱͅ , αἰγανέη hunting spear fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγανέαις — αἰγανέη hunting spear fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγανέην — αἰγανέη hunting spear fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγανέης — αἰγανέη hunting spear fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγανέῃσι — αἰγανέη hunting spear fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγανέῃσιν — αἰγανέη hunting spear fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… … Dictionary of Greek
αἰγανέα — αἰγανέᾱ , αἰγανέη hunting spear fem nom/voc/acc dual αἰγανέᾱ , αἰγανέη hunting spear fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)